- ξεσκουντώ
- -ησα1. απωθώ, σκουντώ.2. μτφ., παρακινώ, κεντρίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεσκουντώ — άω 1. σπρώχνω κάποιον για να τόν αναγκάσω να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση 2. κουνώ κάποιον για να ξυπνήσει ή να συνέλθει («ξεσκούντα τον να ξυπνήσει») 3. μτφ. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να αναλάβει ένα έργο ή να εντείνει την προσπάθεια του («αν… … Dictionary of Greek
ξεσκούντημα — το [ξεσκουντώ] 1. σπρώξιμο κάποιον για ν αλλάξει θέση, για να μετακινηθεί 2. παρακίνηση, παρότρυνση κάποιου για να κάνει κάτι … Dictionary of Greek